- Ζήτας
- Ζήτας son of Boreas, an Argonaut. ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων Ζήταν Κάλαίν τε πατὴρ Βορέας, ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας ἄμφω πορφυρέοις (Ζάταν coni. Schr.) P. 4.182
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ζήτας — ο αυτός που έχει τη συνήθεια να ζητάει, ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προστ. ενεστ. ζήτα + κατάλ. ς ονομαστ. αρσ. ονομάτων (γράψα ς, κλάψα ς, ταμία ς, χειμώνα ς)] … Dictionary of Greek
ζητώ — και ζητάω ησα, ήθηκα, ζητημένος 1. ερευνώ, ψάχνω: Ζητάει να βρει το χαμένο του παιδί. 2. επιδιώκω, διεκδικώ: Ζητάς τα αδύνατα. – Ζητώ εκδίκηση. – Ζητώ μόνον αυτά που δικαιούμαι. 3. ζητιανεύω, θέλω κάτι από κάποιον: Ζητάει χρήματα από όλους. – Τι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) … Wikipedia
Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 … Deutsch Wikipedia
Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes … Deutsch Wikipedia
Michalis Hatzigiannis — Mihalis Hatzigiannis Mihalis Hatzigiannis (Μιχάλης Χατζηγιάννης), né à Nicosie (Chypre) le 5 novembre 1978, est l un des plus populaires chanteurs est compositeur grec actuel. Sommaire 1 Biographie 2 Discographie 3 Contributions artistiques … Wikipédia en Français
Mihalis Hatzigiannis — (Μιχάλης Χατζηγιάννης), né à Nicosie (Chypre) le 5 novembre 1978, est un chanteur compositeur chypriote grec. Sommaire 1 Biographie 2 Discographie 3 Contributions artistiques … Wikipédia en Français
ανεύθυνος — η, ο (Α ἀνεύθυνος, ον) [ευθύνω] 1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι 2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος 3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης νεοελλ.) (ποιν.) το… … Dictionary of Greek
γρόσι — το 1. νόμισμα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου που ισοδυναμεί με το 1 / 100 τής τουρκικής ή αιγυπτιακής λίρας και με 40 παράδες 2. πληθ. τα γρόσ(ι) α χρήματα 3. φρ. α) «έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα» μόνο ο πλούσιος μπορεί να μιλάει ελεύθερα β) «κάθε… … Dictionary of Greek
εμ — (I) ἐμ (Α) (πρόθεση) ἐν ἡ εἰς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εν]. (II) (και έμι, έμου, όμου, χέμι, χέμα) επιφώνυμα που εκφράζει: α) δυσανασχέτηση («εμ, στα λεγα αλλά δε μ άκουγες») β) απορία («εμ, τί να σού κάνει κι αυτή η δύστυχη») γ) εγκατέρτηση («εμ, τί να… … Dictionary of Greek
μίζερος — η, ο (Μ μίζερος, η, ον) 1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός 2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος») 2. (για πράγματα) … Dictionary of Greek